νούγια

νούγια
η
βλ. ούγια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ούγια — και γούια και νούγια, η παρυφή υφάσματος, άκρη πανιού στην οποία αναγράφεται συνήθως αποτυπωμένη ή υφασμένη η προέλευση και η σύστασή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οὔϊα < οὔα < αρχ. ᾤα, ασυναίρ. ὠΐα «προβιά» (< ὄϊς «πρόβατο»). Ο τ. νούγια έχει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”